- μεγαλο(ρ)ρημονέω
- μεγαλο(ρ)ρημονέω (s. μέγας, ῥῆμα and two next entries) 1 aor. ἐμεγαλορημόνησα (Strabo 13, 1, 40; LXX; TestJob 41:1; ApcSed 14:12 p. 136, 22 Ja.) use great words, boast 1 Cl 17:5.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.